σταθμούχος — ὁ, Α 1. αυτός που έχει δικό του σπίτι, οικοδεσπότης 2. αυτός που έχει κατάλυμα για οδοιπόρους και ταξιδιώτες, πανδοχέας 3. εκείνος που νοικιάζει μεγάλο οικοδόμημα για να τό υπενοικιάσει κατά τμήματα 4. ιδιοκτήτης σπιτιού στο οποίο έχει καταλύσει… … Dictionary of Greek
КРЕЗ — • Croesus, Κροι̃σος, царь лидийский из династии Мермиадов, сын Алиатта (Hdt. 1, 7, 92), наследовал своему отцу, по обыкновенному мнению, ол. 55, 1, т. е. в 560 г. до Р. X. (по другим в 571 или 557 г.); раньше, однако, был соправителем … Реальный словарь классических древностей
Council of Constantinople (360) — Further information: Council of Rimini and Council of Seleucia In 359, the Roman Emperor Constantius II requested a church council, at Constantinople, of both the eastern and western bishops, to resolve the split at the Council of… … Wikipedia
QUINGENTI — Graece Πεντακόσιοι, Senatus Atheniensis. Postquam enim Solon constituisset, ut quotannis summae praeesset Rei public. Quadringentorum Senatus, auctô deinde, sive in ordinem redactô Tribuum, quae decem fuêre (cum antiquitus quatuor solum essent)… … Hofmann J. Lexicon universale
Οστρογότθοι — (= ανατολικοί Γότθοι). Κλάδος της γερμανικής φυλής των Γότθων, οι οποίοι στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. μετανάστευσαν από τη Βαλτική στη νότια Ρωσία και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Δον. Ο Δνείστερος τους χώρισε … Dictionary of Greek
βραχοκαταλύτης — ο αυτός που μπορεί να καταλύσει ακόμη και βράχους, ο πολύ δυνατός … Dictionary of Greek
κατάλυμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελάτειας. * * * το (AM κατάλυμα) [καταλύω] στεγασμένος χώρος στον οποίο μπορεί κάποιος να καταλύσει προσωρινά, σταθμός… … Dictionary of Greek
μαυρογένης — Επώνυμο επιφανούς οικογένειας από τις Κυκλάδες, η ακμή της οποίας τοποθετείται στα μέσα του 18ου αι. Πολλά μέλη της υπηρέτησαν τους Τούρκους και διορίστηκαν σε ανώτερα αξιώματα. 1. Αλέξανδρος (τέλη 19ου – αρχές 20ού αι.). Γιος του Σπυρίδωνα (11.) … Dictionary of Greek
σύνειμι — (I) και αττ. τ. ξύνειμι Α [εἰμί] 1. είμαι ή βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι 2. έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι με κάποιον («τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν», Εύπ.) 3. συζώ με κάποιον («τοῑς φονεῡσι τοῡ πατρὸς ξύνειμι», Σοφ.) 4. συνουσιάζομαι 5.… … Dictionary of Greek
Αρχάγαθος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο πρεσβύτερος (; – 307 π.Χ.). Μεγαλύτερος γιος του Αγαθοκλή, τυράννου των Συρακουσών. Το 310 π.Χ. ακολούθησε τον πατέρα του στην εκστρατεία της Καρχηδόνας, αλλά αργότερα ξεσήκωσε τον στρατό εναντίον του πατέρα του … Dictionary of Greek